- ωκυπόδης
- ὁ, Α(ποιητ. τ.) ωκύπους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. πολυ-πόδης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὠκυπόδης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὠκυπόδης — Ὠκυπόδη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκυπόδην — ὠκυπόδης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκυπόδας — ὠκυπόδᾱς , ὠκυπόδης masc acc pl ὠκυπόδᾱς , ὠκυπόδης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργιπόδης — ἀργιπόδης, ο (Α) αυτός που έχει λευκά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αργι * + πόδης < πους, ποδός (πρβλ. ωκυπόδης, αιγοπόδης κ.ά.)] … Dictionary of Greek
δίποδης — δίποδης, ο (Α) αυτός που έχει μήκος ή πλάτος δύο ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + πόδης < πους, ποδός (πρβλ. αργιπόδης, ωκυπόδης)] … Dictionary of Greek